- επενδυτικός
- η , ό[ν]1) облицовочный; обшивочный, обивочный; 2) эк инвестиционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επενδυτικός — ή, ό [επενδύτης] 1. αυτός που χρησιμεύει για επένδυση («επενδυτικά υλικά») 2. εκείνος που αναφέρεται σε επενδύσεις χρηματικές («επενδυτικά προγράμματα») … Dictionary of Greek
επενδυτικός — ή, ό που χρησιμεύει για επένδυση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)